μικτός

μικτός
και μεικτός, -ή, -ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, -ή, -όν) [μίγνυμι]
αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος
νεοελλ.
φρ. α) «μικτή γλώσσα» — γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας
β) «μικτά σχολεία» — σχολεία στα οποία φοιτούν μαθητές και τών δύο φύλων
γ) «μικτός αριθμός» — πραγματικός αριθμός που σύγκειται από ακέραιο και κλασματικό
δ) «μικτό δάσος»
βοτ. i) μεταβατική ζώνη βλάστησης μεταξύ ενός δάσους κωνοφόρων και ενός δάσους πλατυφύλλων, ιδιαίτερα στο βόρειο ημισφαίριο
ii) δάσος με δύο ή περισσότερα κυρίαρχα είδη δένδρων
ε) «μικτός γάμος» — γάμος μεταξύ ετερόδοξων χριστιανών
αρχ.
πολύχρωμος, παρδαλός.
επίρρ...
μικτῶς και -ά (Α μικτῶς)
αναμεμιγμένα, ανάμικτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικτός — mixed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικτός — ή, ό βλ. μεικτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεικτά — μικτός mixed neut nom/voc/acc pl μεικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc/acc dual μεικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικτά — μικτός mixed neut nom/voc/acc pl μικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc/acc dual μικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεικτῶν — μικτός mixed fem gen pl μικτός mixed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεικτόν — μικτός mixed masc acc sg μικτός mixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικτῶν — μικτός mixed fem gen pl μικτός mixed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικτόν — μικτός mixed masc acc sg μικτός mixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεικτοῖς — μικτός mixed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεικτοῦ — μικτός mixed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”